Βερόνικα

Βερόνικα
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1906. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 16,4 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,3 από τον Ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φράνκο, Βερόνικα — (Franco, Βενετία 1546 – 1591). Ιταλίδα ποιήτρια. Ήταν αυλική και πασίγνωστη για την ομορφιά και την εξυπνάδα της, γεγονός που συνετέλεσε στο να έχει επαφή με σπουδαίους άνδρες της εποχής της, πολιτικούς, λογοτέχνες καλλιτέχνες κ.ά. Προσκλήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Veronika Mitsopoulos-Leon — (griechisch Βερόνικα Μητσοπούλου Leon, auch Βερόνικα Μητσοπούλου Λεόν, * 1936 in Berlin) ist eine österreichische Klassische Archäologin. Sie studierte an der Universität Innsbruck, wo sie 1959 promovierte. 1960–1963 nahm sie an Grabungen in …   Deutsch Wikipedia

  • σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Εμινέσκου, Μιχαήλ — (Mihail Eminescu, Μποτοσάνι, Μολδαβία 1850 – Βουκουρέστι 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου ποιητή Μιχαήλ Εμινόβιτσι (Mihail Eminovici). Έπειτα από μια περιπετειώδη νεότητα, ο Ε. πήγε για σπουδές στη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο… …   Dictionary of Greek

  • Ζούπαντσιτς, Ότο — (Oton Zupancic, Βίνιτσε 1878 – Λουμπλιάνα 1949). Σλοβένος ποιητής. Μετά τις σπουδές του στο Νόβο Μέστο, στη Λουμπλιάνα και στη Βιέννη, έκανε πολλά ταξίδια που τον έφεραν σε άμεση επαφή και γνωριμία με τα νεότερα λογοτεχνικά κινήματα της Ευρώπης.… …   Dictionary of Greek

  • Κισλόφσκι, Κριστόφ — (Krzysztof Κieslowski, Βαρσοβία 1941 – Λίμνη Μαζουρίας 1996). Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε στη φημισμένη κινηματογραφική σχολή του Λοτζ και ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ και την τηλεόραση (Η ουλή, 1976) προτού… …   Dictionary of Greek

  • Κοέλιο, Πάουλο — (Paulo Coelho, Ρίο ντε Τζανέιρο 1947 –). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 7 ετών, οπότε και κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό ποίησης. Μολονότι υπέστη ισχυρές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”